ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ: ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα οφέλη της μετάνοιας: Η μετάνοια είναι μια σωτήρια πράξη για την ψυχή του ανθρώπου. Ένας χριστιανός που μετανοεί ειλικρινά κερδίζει την ευσπλαχνία και τη συγχώρεση του Κυρίου, καθώς εξαλείφονται όλες οι αμαρτίες του. Είναι τόσο σημαντική που ταυτίζεται με δεύτερο βάπτισμα που καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Ένας άνθρωπος που μετανοεί προκαλεί χαρούμενη ατμόσφαιρα στον Ουρανό και αποτελεί την αιτία για την σωτηρία και την αγιότητα της ανθρώπινης ψυχής.


Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ

Συνάντηση ιερομόναχου Ζωσιμά και της Οσίας Μαρίας: Στην περιοχή της Παλαιστίνης ζούσε ο ιερομόναχος Ζωσιμάς που ήταν ένας πολύ ενάρετος άνθρωπος. Ζούσε στο μοναστήρι του επί 53 συνεχόμενα έτη και πολλοί άλλοι μοναχοί από τα γύρω μοναστήρια τον επισκέπτονταν για να ακούσουν τις συμβουλές του. Κάποτε όμως θέλησε να φύγει από τη μονή για να συναντήσει κάποιον άλλον θεάρεστο άνθρωπο που θα του δίδασκε περισσότερα. Ο Θεός ανταποκρίθηκε στην επιθυμία του και του φανέρωσε Άγγελο Του ο οποίος του σύστησε να κατευθυνθεί προς ένα μοναστήρι που βρισκόταν στον Ιορδάνη ποταμό. Πράγματι, ο Ζωσιμάς ακολούθησε την οδηγία του Αγγέλου και έμεινε σε εκείνη τη μονή ακολουθώντας το πρόγραμμα των υπόλοιπων καλόγερων. Όταν έφτασε η Καθαρά Δευτέρα, οι μοναχοί, σύμφωνα με το εθιμοτυπικό τους, έφυγαν από το μοναστήρι και πήγαν στην έρημο όπου χωρίστηκαν. Ο καθένας θα έμενε μόνος του για περισυλλογή και προσευχή μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Το παράδειγμά τους ακολούθησε και ο Ζωσιμάς ο οποίος αφού πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό και αναζητούσε τόπο για να ασκηθεί και να προσευχηθεί, είδε μια ανθρώπινη φιγούρα να περνά. Ήταν μια αδύνατη ύπαρξη με μαύρο δέρμα και άσπρα μαλλιά που μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του Ζωσιμά τράπηκε σε φυγή. Εκείνος τότε την ακολούθησε και η μορφή του ζήτησε να της δώσει την ευχή του. Τον αποκάλεσε με το όνομα και την ιδιότητά του και ο Ζωσιμάς αντιλήφθηκε ότι η μορφή ήταν μια γυναίκα με ασκητική εμφάνιση και θείο χάρισμα. Όταν στη συνέχεια είδε ότι η γυναίκα εκείνη μπορούσε να αιωρηθεί σε αρκετό ύψος από τη γη, βεβαιώθηκε πως ήταν αγία και της ζήτησε να του μιλήσει για τη ζωή της, σίγουρος πια ότι τα λόγια της θα ήταν θείο κήρυγμα και βάλσαμο για την ψυχή του.

Η εξομολόγηση της Οσίας Μαρίας: Η άγνωστη γυναίκα ανταποκρίθηκε στην παράκληση του Ζωσιμά και άρχισε να του εξιστορεί την ζωή της. Καταγόταν από την Αίγυπτο αλλά σε ηλικία δώδεκα ετών εγκατέλειψε την πατρική της οικογένεια και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έζησε μια φτωχική αλλά αμαρτωλή ζωή μέχρι την μέρα που έμαθε πως στα Ιεροσόλυμα θα γινόταν η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού. Τότε θέλησε να πάει και εκείνη εκεί, όχι λόγω θρησκευτικής παρόρμησης, αλλά για να έχει περισσότερες ευκαιρίες για πορνεία. Κατάφερε τελικά και πήγε αλλά δεν μπόρεσε να μπει στην εκκλησία όσο και να προσπάθησε. Όταν λοιπόν απογοητευμένη η Μαρία, γιατί αυτό ήταν το όνομά της, στεκόταν σε μια γωνιά κατάλαβε ότι η προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της ήταν η αιτία που ο Θεός της απαγόρευε την είσοδο στο χώρο που υπήρχε ο Σταυρός Του. Ταυτόχρονα είδε μια εικόνα της Παναγίας και άρχισε να προσεύχεται με θέρμη. Την παρακάλεσε να την αφήσει να δει το Τίμιο Ξύλο και εκείνη υποσχόταν να σταματήσει την αμαρτωλή ζωή της. Πράγματι, η Μαρία όταν ξαναπροσπάθησε να μπει στην εκκλησία, δεν συνάντησε καμιά δυσκολία, προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και ζήτησε από τον Θεό καθοδήγηση για την μελλοντική ζωή της. Τότε άκουσε μια φωνή που την συμβούλεψε να πάει στην περιοχή του Ιορδάνη ποταμού για να βρει η ψυχή της την γαλήνη. Η Μαρία ακολούθησε τα λόγια της φωνής και έμεινε στην έρημο του Ιορδάνη ποταμού επί 40 χρόνια, προσευχόμενη για την σωτηρία της. Ο Θεός φρόντιζε για την επιβίωσή της, εξασφαλίζοντας της τροφή και κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον για την επιβίωσή της. Επί 17 χρόνια, στην αρχή της παραμονής της στην έρημο, ερχόταν αντιμέτωπη με πολλούς πειρασμούς που της θύμιζαν τις ανέσεις της προηγούμενης ζωής της, όμως με την πίστη και την προσευχή της, ο Κύριος την απήλλαξε. Δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν άνθρωπο όσο ήταν στην έρημο και δεν γνώριζε γραφή. Ζήτησε όμως από τον Ζωσιμά, όταν τελείωσε την εξιστόρηση της ζωής της, να μην αποκαλύψει τίποτα από όσα του είπε, όσο ζούσε η ίδια. Τον παρακάλεσε να την επισκεφτεί την επόμενη χρονιά πάλι, την Μεγάλη Πέμπτη και να έχει μαζί του τη Θεία Κοινωνία για να μεταλάβει. Σαν σημείο συνάντησης ορίστηκε ο Ιορδάνης ποταμός. Λίγο πριν φύγει, ζήτησε από τον Ζωσιμά να μιλήσει με τον Ηγούμενο της μονής ώστε να διορθωθούν κάποιες παρατυπίες που συνέβαιναν στο μοναστήρι.

Η Οσία Μαρία μεταλαμβάνει: Ο Ζωσιμάς ακολούθησε τις οδηγίες της Μαρίας και εντυπωσιάστηκε που γνώριζε όλα όσα συνέβαιναν στο μοναστήρι. Τον επόμενο χρόνο, όταν έφτασε ο καιρός που οι μοναχοί συνήθιζαν να βγαίνουν από το μοναστήρι, ο Ζωσιμάς ασθένησε και έμεινε στη μονή. Θυμήθηκε όμως τα λόγια της άγνωστης γυναίκας και βγήκε τη Μεγάλη Πέμπτη έχοντας γίνει πλέον καλά. Εκτός από την Αγία Κοινωνία πήρε και λίγα τρόφιμα μαζί του για να τα δώσει στην Μαρία και πήγε στο σημείο συνάντησης. Η γυναίκα εμφανίστηκε από την άλλη πλευρά του ποταμού και κάνοντας τον σταυρό της βρέθηκε στην αντίπερα όχθη, κοντά στον Ζωσιμά. Αφού μετάλαβε με βαθειά πίστη, πήρε ελάχιστη τροφή και έφυγε με τον ίδιο τρόπο, ζητώντας από τον καλόγερο να έρθει και πάλι μετά από ένα έτος στο σημείο της πρώτης συνάντησης στην έρημο. Ο Ζωσιμάς υπάκουσε και πάλι αλλά στενοχωρημένος που για μια ακόμα φορά είχε παραλείψει να ρωτήσει το όνομά της.

Ο θάνατος και η ταφή της Μαρίας: Πιστός στις οδηγίες της Μαρίας, ο Ζωσιμάς, τον επόμενο χρόνο, πήγε στην έρημο και περίμενε αλλά δεν την είδε να έρχεται και στενοχωρήθηκε. Δεν άργησε όμως να την δει νεκρή στο έδαφος, με τα χέρια σταυρωμένα. Πάνω από το κεφάλι της ήταν γραμμένα, από την ίδια πάνω στο χώμα, κάποια λόγια. Η Οσία του αποκάλυπτε το όνομά της και την μέρα του θανάτου της που ήταν η νύχτα της μέρας που μετάλαβε. Του ζητούσε επίσης να προσευχηθεί για εκείνη και να ενταφιάσει το σώμα της. Ο Ζωσιμάς έμεινε άφωνος και θαύμαζε την αγιότητα της γυναίκας λόγω των όσων είχαν γίνει κατά την διάρκεια της γνωριμίας τους αλλά και του θανάτου της. Καταρχήν θαύμασε το ότι έγραψε το μήνυμά της στην άμμο, ενώ δεν γνώριζε γραφή. Στη συνέχεια, βλέποντας την ξηρότητα και την σκληρότητα του εδάφους, προβληματίστηκε πώς μπόρεσε η Μαρία να γράψει με το μικρό ξύλο που βρέθηκε δίπλα της. Ο ίδιος το δοκίμασε και στάθηκε αδύνατο να χαράξει το οτιδήποτε. Το επόμενο παράδοξο γεγονός ήταν ότι η Μαρία βρέθηκε στο σημείο του θανάτου της μέσα σε μια μέρα από την στιγμή που συνάντησε για τελευταία φορά τον Ζωσιμά και την μετάλαβε. Σε πραγματικό χρόνο, η Μαρία έπρεπε να περπατήσει 20 μέρες για να διανύσει την συγκεκριμένη απόσταση. Ο Ζωσιμάς όμως ένιωσε έκπληξη και για έναν άλλο λόγο. Στα πόδια της Μαρίας είδε να στέκεται ένα λιοντάρι και αμέσως θυμήθηκε τα λόγια της που του είχε πει ότι κατά την 40χρονη παραμονή της στην έρημο δεν είχε συναντήσει κανένα ζωντανό πλάσμα, ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο. Ο καλόγερος αντιλήφθηκε το θαύμα και ζήτησε από το θηρίο να τον βοηθήσει για να ενταφιάσει την Μαρία, όπως και έγινε. Ο Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του, στην ηλικία των 100 ετών, έχοντας την ευκαιρία να ζήσει τις αλλαγές στη μονή που επαλήθευσαν τα λόγια της Οσίας.

Η προετοιμασία της ψυχής με την καθημερινή μετάνοια: Ο Θεός είναι τόσο φιλεύσπλαχνος που όταν ο χριστιανός μετανοεί, συγχωρεί κάθε αμαρτία και παράπτωμα. Οι άνθρωποι όμως, συνήθως, έχουν την άποψη ότι μπορούν να ζήσουν μια ασύδοτη αμαρτωλή ζωή στη νεότητά τους και να μετανοήσουν στα γηρατειά, ευελπιστώντας στην είσοδο τους στον Παράδεισο. Η σκέψη αυτή όμως είναι και λανθασμένη αλλά και αμαρτία γιατί κανείς δεν γνωρίζει την ακριβή μέρα του θανάτου του. Απεναντίας, αν φερόμαστε με έπαρση σαν να είμαστε αθάνατοι, τότε η ψυχή μας δεν προετοιμάζεται αλλά γίνεται έρμαιο διαβολικών τεχνασμάτων. Επιπλέον, η νεότητα είναι πιο κατάλληλη περίοδος για συνετή ζωή και άσκηση στη μετάνοια. Ο γερασμένος χριστιανός δεν έχει την σωματική δύναμη να νηστέψει, ούτε την ψυχική αντοχή για να μετανοήσει και να ασκηθεί. Άρα, γνώμονας της ζωής μας πρέπει να  είναι το δεδομένο ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη, σύντομη και χωρίς νόημα όταν είναι μακριά από τον Κύριο.

Ο Κύριος μεριμνά για τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου και ο χριστιανός για τη σωτηρία του: Ο Θεός φροντίζει για όλες τις καθημερινές μας ανάγκες όπως μεριμνά για όλα τα πλάσματά Του. Όσο και αν προσπαθήσει ο άνθρωπος να πλουτίσει και να εξασφαλίσει τις περιττές απολαύσεις, δεν θα μπορέσει να φτάσει το μεγαλείο της δημιουργίας του Θεού, όπως και ο Σολομώντας που με όλη του την υλική μεγαλοπρέπεια δεν μπόρεσε να φανεί ομορφότερος από ένα απλό λουλούδι. Τα μέλη του ζωικού και φυτικού βασιλείου προστατεύονται και επιβιώνουν χάρη στον Κύριο, χωρίς τα ίδια να προσπαθούν. Το παράδειγμά τους λοιπόν πρέπει να ακολουθήσουν και οι άνθρωποι. Θα πρέπει να απαλλαγούν από την έγνοια του υλικού πλούτου και να φροντίσουν να εφοδιαστούν με ψυχικές αρετές ώστε να διεκδικήσουν τον πλούτο της Ουράνιας Βασιλείας.