ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ: ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Τριακόσια χρόνια μετά την έλευση του Ιησού στη γη, βασιλιάς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ο Μαξιμιανός, ένας σκληρός διώκτης του χριστιανισμού. Στην διάρκεια της βασιλείας του πολλοί χριστιανοί μαρτύρησαν και θανατώθηκαν για την πίστη τους στον Θεό.

Ο χαρακτήρας του Δημητρίου: Την ίδια περίοδο ζούσε στην Θεσσαλονίκη ο Δημήτριος που ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Εκτός όμως από την διακεκριμένη κοινωνική του θέση, ο Δημήτριος φημιζόταν για την εξωτερική του εμφάνιση και την ποιότητα του χαρακτήρα του. Λόγω λοιπόν της προσωπικότητας αλλά και των εξαιρετικών ικανοτήτων του στις τεχνικές του πολέμου, ο βασιλιάς τον τίμησε και τον όρισε άρχοντα της Θεσσαλονίκης και της γύρω περιοχής.

Ο Δημήτριος διδάσκει την χριστιανική πίστη: Ο Δημήτριος μετά την ανάληψη των καθηκόντων του φανέρωσε την πίστη του στον αληθινό Θεό. Σκοπός του ήταν να γίνει ο ίδιος καλύτερος άνθρωπος αλλά και να διδάξει την αληθινή πίστη στους κατοίκους της πόλης του. Τους μιλούσε για την πλάση του ανθρώπου από τον Θεό, την διαμονή του στον Παράδεισο, το προπατορικό αμάρτημα και την αποπομπή του από την Εδέμ. Τους εξηγούσε την αγάπη του Θεού που για χάρη του ανθρώπου ήρθε στη γη και ενσαρκώθηκε από την Θεοτόκο, για την διδασκαλία Του, τον σταυρικό θάνατο, την Ανάσταση, την Ανάληψη στον Ουρανό και την επιστροφή Του για την Τελική Κρίση. Οι λόγοι του ήταν πολύ θερμοί και πάρα πολλοί αρχαιολάτρες τον πίστεψαν και έγιναν χριστιανοί.

Η αντίδραση του Διαβόλου: Η δράση του Δημητρίου όμως δεν άρεσε καθόλου στον Διάβολο που βλέποντας την αύξηση του αριθμού των χριστιανών και την ελάττωση των δικών του οπαδών αποφάσισε να εμποδίσει το κήρυγμα του Δημητρίου.


Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Ο Μαξιμιανός μαθαίνει την δράση του Δημητρίου:  Ο Μαξιμιανός, επιστρέφοντας νικητής από μια στρατιωτική εκστρατεία, περνούσε από διάφορες πόλεις της επικρατείας του και τιμούσε τους αρχαίους θεούς με θυσίες. Όταν έφτασε στην Θεσσαλονίκη κάποιοι αρχαιολάτρες, θέλοντας να φανούν αρεστοί στον βασιλιά, του ανέφεραν πως ο Δημήτριος είχε αλλαξοπιστήσει και δίδασκε την χριστιανική πίστη επηρεάζοντας πολλούς υπηκόους του. Ο Μαξιμιανός ενοχλήθηκε πολύ με την είδηση γιατί δεν ήθελε να στερηθεί τις υπηρεσίες του ικανού Δημητρίου. Η αγάπη του όμως για την ειδωλολατρία υπερίσχυσε και έδωσε εντολή να παρουσιαστεί μπροστά του ο Δημήτριος για να απολογηθεί.

Ο Δημήτριος ομολογεί την χριστιανική πίστη: Ο Άγιος, που ήταν εξαρχής έτοιμος να μαρτυρήσει για τον Κύριο, δεν έφερε καμία αντίσταση στους ανθρώπους του βασιλιά που με βίαιο τρόπο τον οδήγησαν μπροστά του. Εκεί ομολόγησε με θάρρος πως πιστεύει στον Χριστό ο οποίος είναι ο μοναδικός και αληθινός Θεός, βασιλιάς του Ουρανού και της Γης και στον οποίο ανήκουν όλες οι τιμές. Τα λόγια του δυσαρέστησαν τον Μαξιμιανό που τον απείλησε με βασανιστήρια. Ο Δημήτριος όμως δεν υπέκυψε, αντίθετα τα δέχτηκε ως δώρο για την πίστη του.


Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο Ρωμαίος βασιλιάς εξοργίστηκε από την στάση του Δημητρίου και διέταξε να τον φυλακίσουν σε έναν χώρο με άθλιες συνθήκες. Πίστευε πως ο εγκλεισμός θα του πλήγωνε τον εγωισμό και θα άλλαζε στάση. Όταν οι στρατιώτες τον μετέφεραν στην φυλακή του είδε έναν μεγάλο σκορπιό, έτοιμο να τον τσιμπήσει. Αμέσως, έκανε το σημείο του Σταυρού και πάτησε τον σκορπιό, θανατώνοντάς τον. Την ίδια στιγμή, ένας Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του, κρατώντας ένα χρυσό στεφάνι. Αφού πρώτα τον εμψύχωσε και του ζήτησε να είναι δυνατός στον αγώνα του με τους εχθρούς, τον στεφάνωσε και εξαφανίστηκε. Ο Άγιος τότε έμεινε ολομόναχος με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια ένιωθε χαρά γιατί ομολόγησε την πίστη του και από την άλλη, λύπη, γιατί ο σωματικός θάνατος καθυστερούσε ακόμα και εκείνος βιαζόταν να μεταβεί στην Βασιλεία των Ουρανών.


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΟΡΑΣ

Ο Λυαίος: Ο Μαξιμιανός, ως ειδωλολάτρης, είχε αγάπη για τις θυσίες στους θεούς, τους φόνους και τις αιματοχυσίες. Σύμφωνα λοιπόν με το έθιμο των αρχαιολατρών βασιλέων, που όταν πήγαιναν για πρώτη φορά σε ένα κάστρο διοργάνωναν και το Πένταθλο, έτσι και ο Μαξιμιανός πραγματοποίησε κάτι ανάλογο στην Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους ήταν και ο Λυαίος, ένας πολύ ικανός αθλητής στην πάλη, δυνατός και γιγαντόσωμος. Λόγω των συνεχών νικών του, ο Μαξιμιανός τον συμπαθούσε πολύ και του είχε χαρίσει πολλές τιμές και δώρα.

Ο Νέστορας νικά τον Λυαίο: Εκείνη την περίοδο ζούσε στην Θεσσαλονίκη ένας εικοσάχρονος νέος με αρχοντική εμφάνιση και βαθειά πίστη στον Θεό, ο Νέστορας. Είχε εξαγριωθεί με τις αιματοχυσίες και τους θανάτους των αθλητών και θέλησε να το σταματήσει. Κατάφερε λοιπόν να δει τον Δημήτριο στη φυλακή και του ζήτησε να τον ευλογήσει για να αντιμετωπίσει τον Λυαίο. Ο Άγιος τον σταύρωσε και τον ευλόγησε. Προέβλεψε μάλιστα την νίκη του αλλά και τον μαρτυρικό του θάνατο για τον Χριστό. Ο Νέστορας, γεμάτος θάρρος και πίστη παρουσιάστηκε στον χώρο των αγώνων και ζήτησε να μονομαχήσει με τον Λυαίο. Ο Μαξιμιανός προσπάθησε να τον αποτρέψει γιατί θεωρούσε σίγουρη την νίκη του Λυαίου και άδικο τον θάνατο ενός τόσο νεαρού ανθρώπου. Η επιμονή όμως του Νέστορα νίκησε τις αμφιβολίες του βασιλιά τελικά. Ο αγώνας ξεκίνησε και ο νεαρός χριστιανός πολύ γρήγορα σκότωσε τον γίγαντα. Το γεγονός προκάλεσε έκπληξη και λύπη στον αυτοκράτορα που θεώρησε την νίκη του Νέστορα ως αποτέλεσμα μαγικών ενεργειών. Ο Νέστορας όμως αποκάλυψε πως το επίτευγμά του οφειλόταν στην βοήθεια του Θεού του Δημητρίου. Η ομολογία του Νέστορα εκνεύρισε τον βασιλιά που διέταξε τον αποκεφαλισμό του όπως είχε προβλέψει ο Άγιος Δημήτριος.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Όλα τα γεγονότα και η διάδοση του χριστιανισμού είχαν θυμώσει τον Μαξιμιανό που θεώρησε τον Δημήτριο υπεύθυνο της κατάστασης. Διέταξε λοιπόν τους στρατιώτες του να τον εκτελέσουν μέσα στην φυλακή. Πράγματι, ο Δημήτριος άφησε την τελευταία του πνοή από τις λόγχες των στρατιωτών. Μετά τον θάνατό του, κάποιοι πιστοί χριστιανοί έθαψαν κρυφά το σώμα του, στο σημείο του μαρτυρίου του. Λίγο νωρίτερα, ένας δούλος του Δημητρίου, ο Λούπος, πήρε τα ρούχα και το δαχτυλίδι του Αγίου, τα πότισε στο αίμα του και έκανε πολλά θαύματα σε άρρωστους ανθρώπους. Η δράση του όργισε τον βασιλιά που διέταξε τον αποκεφαλισμό του.


ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Η ασθένεια του Λεόντιου: Μετά τον θάνατο του Μαξιμιανού, βασιλιάς του ρωμαϊκού κράτους έγινε ο ευσεβής Μέγας Κωνσταντίνος. Εκείνος όρισε ως διοικητή μιας περιοχής της αυτοκρατορίας του, τον Λεόντιο, ο οποίος ασθένησε βαριά κατά την διάρκεια της επίσκεψης του στην Θεσσαλονίκη. Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει. Όταν έμαθε για τα θαύματα που γίνονταν στον τάφο του Αγίου Δημητρίου πήγε και προσκύνησε. Έγινε αμέσως καλά και από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του και οικοδομήθηκε ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη.

Ο Λεόντιος και ο Δούναβης: Όταν ο Λεόντιος αποφάσισε να φύγει από την Θεσσαλονίκη για τον τόπο του, θέλησε να πάρει μαζί του κάποια από τα λείψανα του Αγίου για να τα βάλει στην εκκλησία που θα έκτιζε και στην πατρίδα του. Ο Άγιος όμως εμφανίστηκε στον ύπνο του και του ζήτησε να τον αφήσει ανέπαφο. Ο Λέοντιος υπάκουσε. Τα μόνα που πήρε μαζί του ήταν λίγο χώμα από τον τάφο του Δημητρίου, το δαχτυλίδι και το μαντήλι του που τα τοποθέτησε σε ένα σεντούκι. Επιστρέφοντας στην χώρα του, συνάντησε ένα πρόβλημα καθώς ο ποταμός Δούναβης ήταν αδύνατο να διασχιστεί για να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Κρατώντας όμως ο Λεόντιος το σεντούκι, όπως τον συμβούλεψε ο Άγιος στον ύπνο του, κατάφερε να ξεπεράσει το εμπόδιο. Έφτασε στην χώρα του και έκτισε και εκεί μια εκκλησία προς τιμή του Αγίου Δημητρίου.

Η απελευθέρωση του Επίσκοπου: Την περίοδο που χριστιανοί αυτοκράτορες διοικούσαν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ένας Επίσκοπος της Αφρικής θέλησε να μεταβεί με καράβι στην Αλεξάνδρεια. Το πλοίο καταλήφθηκε όμως από Αγαρηνούς πειρατές που αιχμαλώτισαν τους επιβάτες. Τον Επίσκοπο τον πούλησαν ως σκλάβο σε κάποιον άρχοντα της Ανατολής ο οποίος τον υποχρέωνε να μεταφέρει κοπριά στα χωράφια του. Ο Επίσκοπος προσευχόταν συνεχώς για να απαλλαγεί από το μαρτύριό του και να επιστρέψει στην χώρα του. Μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά του ο Άγιος Δημήτριος με το άλογό του και τον πήρε μαζί του. Τον οδήγησε στα τείχη της Θεσσαλονίκης όπου του αποκάλυψε πως ήταν άρχοντας της περιοχής. Του ζήτησε να αναζητήσει το σπίτι του στην πόλη και αν το έκανε θα φρόντιζε ώστε να επιστρέψει στην Αφρική. Ο Επίσκοπος άρχισε να ρωτά τους πολίτες που τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία καθώς δεν υπήρχε άρχοντας με το όνομα Δημήτριος. Κάποιοι ευσεβείς χριστιανοί όμως ακούγοντας την ιστορία του Επισκόπου κατάλαβαν πως επρόκειτο για θαύμα του Αγίου και τον οδήγησαν στην εκκλησία του. Ο Επίσκοπος αναγνώρισε τον ευεργέτη του στην εικόνα του Αγίου Δημητρίου και την προσκύνησε με θέρμη. Ο Άγιος, με την σειρά του κράτησε τον λόγο του καθώς ο Αρχιερέας της Θεσσαλονίκης όταν πληροφορήθηκε το συμβάν φρόντισε ώστε ο Επίσκοπος να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Η εκκλησία του Αγίου και ο Επίσκοπος: Όταν ο Επίσκοπος επέστρεψε στην Αφρική θέλησε να κτίσει μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο. Όταν τελείωσε το κτίριο, ο Επίσκοπος στενοχωρήθηκε γιατί έλειπε ο άμβωνας λόγω έλλειψης μαρμάρων. Τότε ακριβώς στο λιμάνι της περιοχής προσάραξε ένα πλοίο από την Κωνσταντινούπολη γεμάτο με πολλά και εντυπωσιακά μάρμαρα που προορίζονταν για την ανοικοδόμηση του ναού των αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου στην Πόλη. Ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ύπνο του Επισκόπου και αφού τον ενημέρωσε για την άφιξη του καραβιού του είπε να ζητήσει από τον κυβερνήτη του κάποια μάρμαρα. Εκείνος αρνήθηκε δύο φορές. Την τρίτη δέχτηκε γιατί ο Επίσκοπος, κατόπιν ενημέρωσης του Αγίου, του είπε ότι η εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη είχε ήδη ολοκληρωθεί. Έτσι το φορτίο του ήταν άχρηστο και δεν θα πληρωνόταν κιόλας. Ο καπετάνιος συγκλονισμένος, υπάκουσε αυτή τη φορά και άλλα μάρμαρα τα πούλησε στον Επίσκοπο ενώ άλλα τα έκανε δωρεά για την σωτηρία της ψυχής του. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο η εκκλησία ολοκληρώθηκε.

Η πείνα στην Θεσσαλονίκη: Κάποια περίοδο στην πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά και στην ευρύτερη περιοχή εμφανίστηκε μεγάλη πείνα. Ο Άγιος Δημήτριος όμως θέλοντας να προστατέψει την πόλη του έκανε ένα ακόμα θαύμα. Ένα καράβι γεμάτο σιτάρι κατευθυνόταν προς ένα λιμάνι με σκοπό να πουλήσει το εμπόρευμα. Ο Άγιος Δημήτριος, ένα βράδι, εμφανίστηκε σε έναν από τους ναύτες του πλοίου, ενώ κοιμόταν, και του ζήτησε να αλλάξει την κατεύθυνση του καραβιού. Του εξήγησε πως υπήρχε μεγάλη ανάγκη ανεφοδιασμού στην Θεσσαλονίκη και του άφησε ως εγγύηση κάποια χρήματα. Πράγματι, την επόμενη μέρα ο ναύτης είδε τα νομίσματα δίπλα του και περιέγραψε το όνειρό του στους υπόλοιπους. Η απόφαση που πήραν ήταν κοινή και άρχισαν να πλέουν προς την Θεσσαλονίκη για να πουλήσουν το σιτάρι και να βοηθήσουν τους κατοίκους της. Ο διάβολος όμως προσπάθησε να τους εμποδίσει προκαλώντας μεγάλη θαλασσοταραχή. Ο Άγιος τους προστάτεψε όμως και έφτασαν στον προορισμό τους. Οι κάτοικοι, μετά την ανακούφιση που ένιωσαν, δόξασαν τον Θεό για την σωτήρια παρέμβασή Του αλλά και τον Άγιο, προστάτη της πόλης τους, που όπως κατάλαβαν από την εξιστόρηση των ναυτών ήταν εκείνος που έκανε το θαύμα.

Ο ασκητής και το μύρο: Ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον Δημήτριο για αυτό και μετά τον θάνατό του επέτρεψε να αναβλύζει από το κορμί του θαυματουργό μύρο το οποίο το έπαιρναν οι χριστιανοί για ευλογία. Παρόλο που οι πιστοί έπαιρναν το μύρο συνέχεια, η ποσότητα δεν ελαττωνόταν αλλά αντίθετα έρεε χωρίς να σταματά. Το θαύμα του μύρου έγινε γνωστό γρήγορα. Μέχρι και ένας ασκητής της περιοχής το έμαθε αλλά θέλησε, με επιρροή του διαβόλου, να αμφισβητήσει την αξία του Δημητρίου. Απορούσε γιατί ο συγκεκριμένος άγιος ανάβλυζε θαυματουργό μύρο και όχι και άλλοι άγιοι που είχαν υπομείνει περισσότερα μαρτύρια για χάρη του Κυρίου. Ο Κύριος, θέλοντας να του δώσει την απάντηση, τον έκανε να δει το συγκεκριμένο όνειρο. Ο ασκητής είδε ότι βρισκόταν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη και ζήτησε από τον υπεύθυνο να ανοίξει τον τάφο για να τον προσκυνήσει. Όταν μπήκε, είδε ότι ο τάφος ήταν ποτισμένος και επιπλέον ευωδίαζε από το μύρο. Περίεργος για την προέλευση της μυρωδιάς, άρχισε να σκάβει για να βρει την λύση του μυστηρίου. Όταν τελικά έφτασε στο σκήνωμα του Αγίου είδε πως από τις τρύπες που είχαν προκαλέσει οι λόγχες των στρατιωτών στο κορμί του ανέβλυζε το μύρο. Γρήγορα όμως το υγρό κατέκλυσε τον χώρο και ο ασκητής κινδύνεψε από πνιγμό. Έντρομος άρχισε να φωνάζει, ζητώντας βοήθεια από τον Θεό.  Τρομαγμένος, ξύπνησε και αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν στο κελί του αλλά τα ρούχα του ήταν ποτισμένα με μύρο. Κατάλαβε τότε το λάθος του και πήγε στον ναό του Αγίου στην Θεσσαλονίκη όπου αφού προσκύνησε άρχισε να διαδίδει το θαύμα που βίωσε.

Η λέπρα του άρχοντα Μαριανού: Ένας άρχοντας, ο Μαριανός, ασθένησε από την λέπρα και δεν μπορούσε να βρει θεραπεία σε κανέναν ιατρό. Ήταν πολύ απελπισμένος αλλά ο Άγιος Δημήτριος έδωσε την λύση. Παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του σύστησε να μεταβεί στον ναό του στην Θεσσαλονίκη για να ζητήσει βοήθεια. Πράγματι ο Μαριανός πήγε και προσκύνησε στον τάφο του Αγίου και το ίδιο βράδι, ο Άγιος άλειψε τον ασθενή με λάδι από το καντήλι του. Ο Μαριανός έγινε αμέσως καλά.

Ο Ιουστινιανός και το λείψανο του Αγίου: Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλησε να φέρει μερικά από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη. Οι λόγοι ήταν δύο: Πρώτον, τα ήθελε για ευλογία και δεύτερον για να υπάρχουν, μεταξύ και άλλων λειψάνων που είχε συλλέξει, στον πρόσφατα ανεγερθέντα ναό της Αγίας Σοφίας στην Πόλη. Οι απεσταλμένοι του έφτασαν στην Θεσσαλονίκη με πλούσια δώρα για να πείσουν τους κατοίκους να τους επιτρέψουν να πάρουν μέρος του ιερού λειψάνου. Εκείνοι όμως δεν θέλησαν να τους το παραχωρήσουν και τους είπαν ότι αν ήθελαν το λείψανο θα το έπαιρναν με δική τους ευθύνη. Οι άνθρωποι του Ιουστιανιανού άρχισαν το σκάψιμο αλλά όταν έφτασαν στο σώμα του Αγίου, ξεπετάχτηκε από τον τάφο μεγάλη φωτιά που τους απείλησε. Συγχρόνως, ακούστηκε μια φωνή που τους απαγόρευσε την εκταφή του αγίου σώματος. Εκείνοι τρόμαξαν πολύ, ζήτησαν συγχώρεση για την πράξη τους και επέστρεψαν στην πόλη τους αναφέροντας στον αυτοκράτορα όλα τα γεγονότα.

Ο Άγιος σώζει την Θεσσαλονίκη από τους Σαρακηνούς: Κάθε χρόνο, στην γιορτή του Αγίου Δημητρίου, συγκεντρώνονταν πολλοί πιστοί από την περιοχή για την πανηγυρική λειτουργία. Το γεγονός αυτό θέλησαν να τον εκμεταλλευτούν κάποιοι Σαρακηνοί ώστε να κυριεύσουν την Θεσσαλονίκη. Όταν λοιπόν τελείωσε ο εσπερινός, οι πειρατές ήταν ήδη γύρω από τα τείχη της πόλης και ετοιμάζονταν να ανεβούν ανενόχλητοι με σκάλες καθώς κανένας δεν τους είχε αντιληφθεί λόγω της παρουσίας τους στην εκκλησία. Για να διευκολύνει το έργο τους, ο διάβολος προκάλεσε μια πυρκαγιά στον τάφο του Αγίου ώστε να προσελκύσει την προσοχή των κατοίκων στην κατάσβεση. Πράγματι, οι πιστοί έτρεξαν να βοηθήσουν αλλά βρέθηκαν και κάποιοι που βρήκαν την ευκαιρία να κλέψουν πολύτιμα αντικείμενα από την εκκλησία. Από την άλλη, οι Σαρακηνοί ήταν έτοιμοι να εισβάλλουν και η πόλη βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Άγιος Δημήτριος όμως έκανε το θαύμα του. Ο φύλακας της εκκλησίας προσπαθώντας να αποτρέψει την λεηλασία άρχισε να φωνάζει ότι εχθροί επιτίθενται στην πόλη, χωρίς να γνωρίζει ότι το ψέμα που επινόησε ήταν αληθινό γεγονός. Οι κάτοικοι, έντρομοι, άρχισαν να τρέχουν προς τα τείχη με τον πολεμικό τους εξοπλισμό και με την βοήθεια του προστάτη τους κατάφεραν να νικήσουν τους εισβολείς και να τους αναγκάσουν να τραπούν σε φυγή.

Η Θεσσαλονίκη σώζεται από την επίθεση των Αβάρων: Την εποχή που βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Μαυρίκιος, οι Άβαροι, ένας πολεμικός λαός, άρχισαν να πολιορκούν την Θεσσαλονίκη. Μια μέρα, ο φύλακας του τάφου του Αγίου Δημητρίου, ένας ενάρετος καλόγερος, συνάντησε δυο νέους ευπρεπείς άνδρες που ζήτησαν να μιλήσουν με τον Άγιο. Πράγματι, η συνάντηση έγινε και οι δυο ξένοι μετέφεραν στον προστάτη της πόλης το μήνυμα του βασιλιά του. Του ζητούσε να απομακρυνθεί από την Θεσσαλονίκη και να επιστρέψει κοντά του γιατί ήδη είχε παρθεί η απόφαση να παραδοθεί η πόλη στους Αβάρους. Ο Δημήτριος στενοχωρήθηκε πολύ και παραδέχτηκε πως όντως οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης έπρατταν πολλές αμαρτίες αλλά ήθελε να τους δοθεί μια ευκαιρία και να μην καταληφθούν από τους βαρβάρους. Ήθελε να θυσιαστεί ο ίδιος για την σωτηρία της πόλης όπως έπραξε και ο Κύριος για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τέλος, ζήτησε από τους επισκέπτες να ζητήσουν χάρη από τον Κύριο και επέστρεψε στον τάφο του. Όλο τον διάλογο τον είχε παρακολουθήσει ο φύλακας του τάφου που τον μετέφερε στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Τότε εκείνοι συνειδητοποίησαν για μια ακόμα φορά πως ο Άγιος Δημήτριος τους προστάτευε πάντα. Το απέδειξε όμως και ο ίδιος λίγες μέρες αργότερα όταν έδιωξε από τη Θεσσαλονίκη τους Αβάρους.

Ο Ονησιφόρος και οι λαμπάδες: Κάποτε, ένας άνθρωπος, ο Ονησιφόρος, εργαζόταν στον ναό του Αγίου στην Θεσσαλονίκη. Ευθύνη του ήταν το άναμμα και το σβήσιμο των λαμπάδων που έφερναν οι πιστοί, στην εκκλησία. Επειδή όμως ο διάβολος ήθελε να τον πειράξει, τον έκανε να σβήνει τις λαμπάδες πριν την κατάλληλη στιγμή. Ένα βράδι, παρουσιάστηκε ο Άγιος στον ύπνο του και τον συμβούλεψε να αλλάξει τακτική με τις λαμπάδες. Του εξήγησε πως όσο έκαιγε η λαμπάδα μπροστά στην εικόνα, ελαττώνονταν οι αμαρτίες του ατόμου που την είχε φέρει. Αν ο Ονησιφόρος συνέχιζε να τις σβήνει, τότε ο δωρητής της λαμπάδας δεν θα είχε όφελος αλλά και ο ίδιος κολαζόταν με την πράξη του. Ο Ονησιφόρος, μετά το όνειρο, συνετίστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά μετά επανήλθε στην αρχική του συνήθεια. Μια μέρα όμως που ένας πιστός έφερε δυο λαμπάδες στην εκκλησία και ο Ονησιφόρος βιάστηκε να τις σβήσει, ακούστηκε μια δυνατή και τρομακτική φωνή που τον επίπληξε. Εκείνος τρόμαξε τόσο πολύ που έπεσε στο δάπεδο της εκκλησίας αδυνατώντας να σηκωθεί. Μόλις τον είδε ο ιερέας της εκκλησίας και τον βοήθησε να συνέλθει, τότε εκείνος με θάρρος και πραγματικά μετανιωμένος, εξομολογήθηκε την αμαρτία του.

Η συνάντηση του Αγίου Δημητρίου με τον Άγιο Αχίλλειο: Πριν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους έγινε το εξής περιστατικό-θαύμα που το περιέγραψαν οι αυτόπτες μάρτυρες και διαδόθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν η μέρα της πανηγυρικής γιορτής του Αγίου Δημητρίου και κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί προερχόμενοι από μακρινό μέρος πλησίαζαν στην είσοδο της Θεσσαλονίκης. Τότε είδαν έναν νεαρό αξιωματικό που ερχόταν από την Θεσσαλονίκη και έναν σεβάσμιο Αρχιερέα που είχε ξεκινήσει από την Λάρισα να συναντιούνται λίγο πριν την είσοδο της πόλης. Οι δυο τους γνωρίζονταν και χαιρετήθηκαν, αποκαλώντας ο ένας τον άλλο με το όνομά του. Οι οδοιπόροι πιστοί που ήταν μάρτυρες της συνάντησης αντιλήφθηκαν την ταυτότητα των Αγίων και σοκαρισμένοι από το θαύμα που εξελισσόταν μπροστά τους παρακολουθούσαν τα γεγονότα.
Οι δυο Άγιοι συζητούσαν και αποκάλυψαν τον λόγο της απομάκρυνσής τους από τις πόλεις τους, ο οποίος ήταν κοινός. Ο Θεός είχε αποφασίσει να καταληφθούν οι τόποι τους από τους Αγαρηνούς και είχε ορίσει στους Αγίους να φύγουν. Η απόφαση του Κυρίου τους είχε γεμίσει θλίψη αλλά δεν μπορούσαν να Τον παρακούσουν. Αποχαιρετίστηκαν με δάκρυα και εξαφανίστηκαν. Οι πιστοί που είδαν το θαύμα δεν τόλμησαν να συνεχίσουν για την Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, γύρισαν πίσω στον τόπο τους και εξιστόρησαν όλα όσα είχαν συμβεί. Πράγματι, σε λιγότερο από έναν μήνα, η Θεσσαλονίκη κυριεύτηκε από τους Τούρκους και σύντομα ακολούθησε και η Λάρισα.