ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ: ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

Ο ΛΙΚΙΝΙΟΣ
Ο Λικίνιος ήταν ένας από τους αυτοκράτορες της ρωμαϊκής επικράτειας. Ήταν άνθρωπος πράος και ταπεινός μέχρι την στιγμή που ανέλαβε την εξουσία. Τότε, άλλαξε και έγινε σκληρός άνθρωπος και συγχρόνως φανατικός οπαδός της ειδωλολατρίας. Σκοπός του ήταν η επικράτηση της αρχαιοελληνικής θρησκείας και η εξάλειψη του χριστιανισμού. Για την επίτευξη του στόχου του χρησιμοποίησε πολλούς τρόπους ώστε να μεταπείσει τους χριστιανούς να επιστρέψουν στα είδωλα. Δεν δίστασε να προβεί σε βιαιοπραγίες προκειμένου να μην εξαπλωθεί ο χριστιανισμός. Οι προσπάθειές του, όμως, αποδείχτηκαν άκαρπες γιατί οι χριστιανοί πολλαπλασιάστηκαν και τα θαύματα των μαρτύρων πλήθαιναν.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Την εποχή του Λικίνιου έζησε ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης ο οποίος καταγόταν από τα Ευχάιτα της Μαύρης Θάλασσας. Ήταν ένας πλούσιος νέος, ευπαρουσίαστος, μορφωμένος και με εξαιρετικό χαρακτήρα. Φημιζόταν για την πολύπλευρη γνώση και την ευγλωττία του και ήταν γνωστός ως Βρυορήτορας δηλαδή βρύση της ρητορικής. Η προσωπικότητα και οι ικανότητές του εντυπωσίασαν τον Λικίνιο ο οποίος τον τοποθέτησε σε εξέχουσα θέση στο στράτευμα και τον όρισε διοικητή της περιοχής της Ηράκλειας, χωρίς να γνωρίζει πως είναι χριστιανός. Όταν ο Θεόδωρος ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα αποκάλυψε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και άρχισε να κηρύττει στους κατοίκους της πόλης τον Λόγο του Θεού. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και πάρα πολλοί έγιναν χριστιανοί.

ΤΟ ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Οι ενέργειες και η χριστιανική δράση του διοικητή της Ηράκλειας γρήγορα διαδόθηκαν και έγιναν γνωστά στον Λικίνιο ο οποίος στενοχωρήθηκε πολύ. Επειδή, όμως, δεν ήθελε να συνεχίσει να είναι χριστιανός ένας από τους πιο εκλεκτούς στρατηλάτες του αποφάσισε να φερθεί διπλωματικά για να τον μεταπείσει. Του έστειλε, λοιπόν, μια επιστολή αναφέροντάς του πως έπρεπε να λύσουν μαζί το σημαντικό πρόβλημα του εκχριστιανισμού του λαού των ανατολικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Του ζήτησε λοιπόν να μεταβεί στην Νικομήδεια για να συναντηθούν και να ορίσουν τους κανόνες βάσει των οποίων οι κάτοικοι των ανατολικών επαρχιών θα υπηρετούσαν τους αρχαιοελληνικούς θεούς. Με την ευκαιρία θα θυσίαζαν και οι δυο στα είδωλα, δίνοντας το παράδειγμα στους υπηκόους τους. Ο Θεόδωρος απέφυγε να μεταβεί στην Νικομήδεια και έστειλε μια απαντητική επιστολή όπου με έντεχνο τρόπο απέρριψε την πρόσκληση του βασιλιά και δρομολόγησε την υλοποίηση των δικών του σχεδίων. Έγραψε, λοιπόν, στον Λικίνιο πως αδυνατούσε την συγκεκριμένη χρονική στιγμή να φύγει από το κάστρο του γιατί υπήρχε αναστάτωση λόγω της μαζικής μεταστροφής των κατοίκων από την αρχαιοελληνική στην χριστιανική θρησκεία. Ζήτησε, λοιπόν, από τον βασιλιά να έρθει ο ίδιος στην Ηράκλεια, φέρνοντας μαζί του τα πιο μεγαλοπρεπή είδωλα ώστε να τα προσκυνήσουν και οι δύο μαζί και να επηρεάσουν τον λαό. Ο Λικίνιος, πράγματι, έπραξε όπως ζήτησε ο Θεόδωρος γιατί αγνοούσε τα κίνητρά του και ενθουσιάστηκε από την πρόταση. Ο Θεόδωρος, όμως, πραγματικά επιθυμούσε να ομολογήσει την πίστη του στον Θεό μπροστά στον Λικίνιο. Γνώριζε πως η πράξη του θα επέφερε την τιμωρία και ήθελε να μαρτυρήσει στον τόπο του, μπροστά στους υπηκόους του για να τους ενδυναμώσει την πίστη.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Το βράδυ, πριν την άφιξη του Λικίνιου στην Ηράκλεια, ο Θεόδωρος είδε ένα όραμα. Η οροφή του οικήματος που βρισκόταν, καταστράφηκε χωρίς εμφανή λόγο και συγχρόνως μια μεγάλη φλόγα ανέβαινε στον ουρανό. Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια φωνή που ενθάρρυνε τον στρατηλάτη, βεβαιώνοντάς τον πως βρισκόταν στο πλευρό του. Ο Θεόδωρος κατάλαβε πως ήταν η φωνή του Θεού όπως επίσης και το ότι πλησίαζε η ώρα του μαρτυρίου του. Προσευχήθηκε, λοιπόν, θερμά στον Κύριο και Του ζήτησε να του δώσει δύναμη ώστε να μην χάσει το θάρρος του και να μαρτυρήσει μέχρι τέλους.

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Όταν έφτασε ο βασιλιάς στην πόλη, κάθισε στον θρόνο του και έχοντας τον Θεόδωρο δίπλα του άρχισε να πλέκει το εγκώμιο της πόλης, των κατοίκων και του διοικητή της. Αναφέρθηκε στους πολίτες, επιβραβεύοντάς τους για την πίστη και την ευλάβειά τους και στην πόλη, λέγοντας  πως είναι μια τιμημένη περιοχή καθώς φέρει το όνομα του ξακουστού ήρωα και γιου του Δία, Ηρακλή. Τέλος, απευθυνόμενος στον Θεόδωρο, τον επαίνεσε για τις ικανότητές του και του ζήτησε να θυσιάσει στα είδωλα ενώπιον όλων. Ο Θεόδωρος ζήτησε, με την σειρά του, τα είδωλα που είχε φέρει μαζί του ο Λικίνιος για να τα τιμήσει στο σπίτι του σε ιδιωτική τελετή. Υποσχέθηκε, όμως, πως έπειτα από δύο μέρες θα τα επέστρεφε και θα τα προσκυνούσε δημόσια. Ο Λικίνιος τον πίστεψε και του έδωσε την άδεια, όμως, ο Θεόδωρος, κρυφά το βράδυ, τεμάχισε τα είδωλα και τα μοίρασε στους φτωχούς για να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Η δράση του, όμως, έγινε αντιληπτή από έναν εκατόνταρχο που τον πρόδωσε στον βασιλιά. Ο Λικίνιος απογοητεύτηκε από τη στάση του και ο Θεόδωρος βρήκε την ευκαιρία να ομολογήσει τιη πίστη του. Μίλησε για τον αληθινό Θεό και υποτίμησε τα είδωλα και τους οπαδούς τους. Μίλησε με απαξίωση για τα υλικά και φθαρτά ομοιώματα των θεών που ήταν ανίσχυρα να προστατευτούν από τον βανδαλισμό που υπέστησαν και να τιμωρήσουν τον υπεύθυνο. Απέδειξε, σαφώς, πως τα είδωλα δεν ήταν θεοί και δεν είχαν καμία δύναμη όπως εσφαλμένα πίστευαν οι ειδωλολάτρες.

Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι λόγοι του στρατηλάτη προκάλεσαν θυμό στον βασιλιά που αμέσως διέταξε την παραδειγματική τιμωρία του Θεόδωρου. Τα μαρτύρια που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα βάναυσα. Τον χτύπησαν στην ράχη και στην κοιλιά με λουριά από νεύρα βοδιών και με μολυβένιες σφαίρες. Στη συνέχεια, έγδαραν βαθιά το δέρμα του με σιδερένια αντικείμενα, έκαψαν το κορμί του με λαμπάδα και τοποθέτησαν στις πληγές του κεραμίδες, τρίβοντας το σώμα του. Τέλος, τον έκλεισαν στη φυλακή αφήνοντάς τον χωρίς τροφή και νερό για πέντε ημέρες. Ο Θεόδωρος, όμως, δεν υπέκυψαν στα βασανιστήρια ούτε και στα καλοπιάσματα του Λικίνιου που θέλησε να τον μεταπείσει με τιμές και δώρα. Η σθεναρή άρνηση του Αγίου εξαγρίωσε τον Λικίνιο που διέταξε την σταύρωσή του. Ο Θεόδωρος, όσο βρισκόταν στον σταυρό, προσευχόταν και ζητούσε από τον Κύριο να τον πάρει κοντά Του, απαλλάσσοντας τον από το μαρτύριο. Όταν σώπασε, όλοι νόμισαν πως πέθανε και τον άφησαν σταυρωμένο κατόπιν βασιλικής εντολής. Το ίδιο βράδυ, Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στη γη, έλυσε τον Άγιο και τον ενημέρωσε πως το μαρτύριό του έφτανε στο τέλος του. Την επόμενη μέρα, όταν οι στρατιώτες πήγαν να παραλάβουν το νεκρό, όπως νόμιζαν, σώμα του Αγίου για να το ρίξουν στη θάλασσα, τον αντίκρισαν ζωντανό με αποτέλεσμα να πιστέψουν στον Θεό. Μαζί τους ομολόγησαν την πίστη τους στον Κύριο και πολλοί κάτοικοι της πόλης που ήταν εθνικοί. Το θαύμα έφερε αναστάτωση στην Ηράκλεια και σχεδόν όλη η πόλη, όπως επιθυμούσε ο Θεόδωρος, στράφηκε στον χριστιανισμό. Ο Λικίνιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, ένας στρατιώτης, όμως, ο Λέανδρος δέχτηκε να αποκεφαλίσει τον στρατηλάτη. Ο κόσμος, καθώς αντιλήφθηκε τις προθέσεις του δήμιου, στράφηκε εναντίον του, ο Θεόδωρος, όμως, τους εμπόδισε καθώς είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να αναχωρήσει προς τον Κύριο. Μετά τον θάνατό του, το σώμα του μεταφέρθηκε στην πατρίδα του στα Ευχάιτα σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Τα μαρτύρια και τον θάνατό του τα κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ένας δούλος, ο Ουάρος που παρακολουθούσε με πόνο ψυχής όλα τα γεγονότα. Η μνήμη του Αγίου Θοδώρου του Στρατηλάτη τιμάται δύο φορές τον χρόνο, στις 8 Φεβρουαρίου και στις 8 Ιουνίου.